Ετυμολογία

επεξεργασία
απομένω < (ελληνιστική κοινήἀπομένω < ἀπό + αρχαία ελληνική μένω

απομένω

  1. μένω ως υπόλειμμα, ως υπόλοιπο
  2. μένει μια μικρή ποσότητα από κάτι που έχει μειωθεί

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία