left
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | left |
συγκριτικός | lefter / more left |
υπερθετικός | leftmost / most left |
left (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) αριστερός
Σύνθετα
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαleft (en) (χωρίς παραθετικά)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαleft (en)
- (the left, somebody's left, μόνο ενικός) το αριστερό, τα αριστερά, στην αριστερή πλευρά ή στην αριστερή κατεύθυνση
- ⮡ the plate on the left - το αριστερό πιάτο
- ⮡ the man on the left - ο αριστερός άντρας
- ⮡ on our left - στα αριστερά μας
- ⮡ to our left - προς τα αριστερά μας
- ⮡ Turn to the left.
- Στρίψε προς τ' αριστερά.
- ⮡ Keep to the left.
- Προχώρησε αριστερά.
- ⮡ To the left/On the left is the plain and to the right the mountain begins.
- Αριστερά είναι η πεδιάδα και δεξιά αρχίζει το βουνό.
- ⮡ The second from the left.
- Ο δεύτερος από (τα) αριστερά.
- ⮡ On your left is a river.
- Στα αριστερά σου βρίσκεται ένα ποτάμι.
- (μόνος ενικός, the first, second, κτλ. left) αριστερά, ο πρώτος, δεύτερος κτλ. δρόμος που βρίσκεται στην αριστερή πλευρά
- ⮡ First go straight and take the second left at the light.
- Πρώτα πηγαίντε ευθεία και στρίψτε αριστερά στο δεύτερο φανάρι.
- ⮡ First go straight and take the second left at the light.
- (μόνος ενικός, a left) αριστερά, μία μόνο αριστερή στροφή
- ⮡ I took/made a left.
- Έστριψα αριστερά.
- ⮡ I took/made a left.
- (πολιτική, the left, the Left) η αριστερά
- ⮡ the extreme/moderate left - η άκρα/μετριοπαθής αριστερά
- ⮡ parties/organizations/voters on the left - κόμματα/οργανώσεις/ψηφοφόροι της αριστεράς
Αντώνυμα
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαleft (en)
Πηγές
επεξεργασία- left (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- left (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- left (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 123. ISBN 9780194325684., λήμμα: αριστερός