Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός left
συγκριτικός lefter / more left
υπερθετικός leftmost / most left

left (en)

  • (μόνο πριν από το ουσιαστικό) αριστερός
    ⮡  my left arm/eye - το αριστερό μου χέρι/μάτι
    ⮡  the left side - η αριστερή πλευρά
     αντώνυμα: right

  Επίρρημα

επεξεργασία

left (en) (χωρίς παραθετικά)

  • αριστερά
    ⮡  Turn left.
    Στρίψε αριστερά.
    ⮡  Keep left.
    Προχώρησε αριστερά.
    ⮡  He is looking right and left.
    Κοιτάζει δεξιά κι αριστερά.
     αντώνυμα: right

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

left (en)

  1. (the left, somebody's left, μόνο ενικός) το αριστερό, τα αριστερά, στην αριστερή πλευρά ή στην αριστερή κατεύθυνση
    ⮡  the plate on the left - το αριστερό πιάτο
    ⮡  the man on the left - ο αριστερός άντρας
    ⮡  on our left - στα αριστερά μας
    ⮡  to our left - προς τα αριστερά μας
    ⮡  Turn to the left.
    Στρίψε προς τ' αριστερά.
    ⮡  Keep to the left.
    Προχώρησε αριστερά.
    ⮡  To the left/On the left is the plain and to the right the mountain begins.
    Αριστερά είναι η πεδιάδα και δεξιά αρχίζει το βουνό.
    ⮡  The second from the left.
    Ο δεύτερος από (τα) αριστερά.
    ⮡  On your left is a river.
    Στα αριστερά σου βρίσκεται ένα ποτάμι.
  2. (μόνος ενικός, the first, second, κτλ. left) αριστερά, ο πρώτος, δεύτερος κτλ. δρόμος που βρίσκεται στην αριστερή πλευρά
    ⮡  First go straight and take the second left at the light.
    Πρώτα πηγαίντε ευθεία και στρίψτε αριστερά στο δεύτερο φανάρι.
  3. (μόνος ενικός, a left) αριστερά, μία μόνο αριστερή στροφή
    ⮡  I took/made a left.
    Έστριψα αριστερά.
  4. (πολιτική, the left, the Left) η αριστερά
    ⮡  the extreme/moderate left - η άκρα/μετριοπαθής αριστερά
    ⮡  parties/organizations/voters on the left - κόμματα/οργανώσεις/ψηφοφόροι της αριστεράς

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

left (en)