Ετυμολογία

επεξεργασία
left-hand < left + hand

  Επίθετο

επεξεργασία

left-hand (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  1. αριστερός, στην αριστερή πλευρά από κάτι
    ⮡  the left-hand page - η αριστερή σελίδα
  2. αριστερός, που σχετίζεται με το αριστερό χέρι ενός ατόμου
    ⮡  a left-hand blow - αριστερό χτύπημα
    ⮡  a left-hand glove - αριστερό γάντι