right
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | right |
συγκριτικός | righter / more right |
υπερθετικός | rightest / rightmost |
right (en)
- σωστός, ορθός, ακριβής, ως γεγονός
- (όχι πριν από το ουσιαστικό) έχω δίκιο κατά τη γνώμη ή την κρίση μου
- ⮡ Am I right or wrong?
- Έχω δίκιο ή άδικο;
- ⮡ You are right.
- Έχεις δίκιο.
- ⮡ Am I right or wrong?
- σωστός, ορθός, κατάλληλος, για μια συγκεκριμένη κατάσταση ή πράγμα, ή για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο
- ⮡ the right tool for this job - το σωστό εργαλείο για αυτή τη δουλειά
- ⮡ Do what you think is right.
- Κάνε ό,τι νομίζεις σωστό.
- ⮡ the right attitude/behavior - η ορθή στάση/συμπεριφορά
- ⮡ It was the right decision.
- Ήταν η ορθή απόφαση.
- ⮡ I am the right person for this job.
- Είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για αυτή τη δουλειά.
- σωστός, ορθός, το σωστό, ηθικά καλό ή αποδεκτό, σύμφωνα με το νόμο ή το καθήκον ενός προσώπου
- ⮡ It is not right to tell lies.
- Δεν είναι σωστό να λες ψέματα.
- ⮡ I thought it was right to let you know.
- Το θώρησα ορθό να σας ειδοποιήσω.
- ⮡ He knows what is right but…
- Ξέρει το σωστό αλλά…
- ⮡ It is only right that he pays.
- Το σωστό είναι να πληρώσει.
- ≈ συνώνυμα: proper, appropriate και acceptable
- ⮡ It is not right to tell lies.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) δεξιός
- (γεωμετρία) ορθός
- ⮡ right angle - ορθή γωνία
Παράγωγα
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαright (en) (χωρίς παραθετικά)
- δεξιά
- ακριβώς
- εντελώς
- ⮡ He went right up to the edge of the cliff.
- Πήγε εντελώς στην άκρη του βράχου.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
- ⮡ He went right up to the edge of the cliff.
- αμέσως
- ⮡ Right as I said it…
- Αμέσως μόλις το είπα…
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη immediately
- ⮡ Right as I said it…
- σωστά
Εκφράσεις
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
right | rights |
right (en)
- (μόνο στον ενικό) τα δεξιά, δεξιά, η δεξιά πλευρά ή κατεύθυνση
- ⮡ on our right - στα δεξιά μας
- ⮡ Press the button on the right.
- Πατήστε το κουμπί στα δεξιά.
- ⮡ to our right - προς τα δεξιά μας
- ⮡ keep to the right - κινούμαι δεξιά
- (μόνο στον ενικό) δεξιά, η στροφή προς τα δεξιά
- ⮡ I am turning to the right.
- Στρίβω δεξιά.
- ⮡ I am turning to the right.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το δικαίωμα, ηθική ή νομική αξίωση να έχεις ή να αποκτήσεις κάτι ή να συμπεριφέρεσαι με συγκεκριμένο τρόπο
- ⮡ the rights of women/minorities - τα δικαιώματα της γυναίκας/των μειονοτήτων
- ⮡ civil rights - αστικά/πολιτικά δικαιώματα
- ⮡ right of way - δικαίωμα διόδου
- ⮡ I have a right to know.
- Έχω δικαίωμα να ξέρω.
- ⮡ He had no right to shoot.
- Δεν είχε δικαίωμα να πυροβολήσει.
- ⮡ Who gave you the right to speak?
- Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να μιλήσεις;
- ⮡ I gave him the right to pick apples in my orchard.
- Του 'δωσα το δικαίωμα να κόβει μήλα στον κήπο μου.
- ⮡ Every human has the right to life.
- Κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα στη ζωή.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το δίκιο, τι είναι ηθικά καλό ή σωστό
- ⮡ If you can’t tell the difference between right and wrong…
- Αν δε μπορείς να ξεχωρίσεις το δίκιο από το άδικο…
- ⮡ I am in the right.
- Έχω το δίκιο με το μέρος μου.
- ⮡ If you can’t tell the difference between right and wrong…
- (μόνο στον ενικό) η δεξιά, η συντηρητική πολιτική
- ⮡ the extreme/far right - η άκρα δεξιά
- ⮡ He belongs to the right.
- Ανήκει στη δεξιά.
- ≈ συνώνυμα: right wing
Παράγωγα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- right (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- right (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- right (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- right (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- right (exclamation) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 211, 237-238, 238, 296, 631, 862-863. ISBN 9780194325684., λήμμα: δεξιός, δικαίωμα, δίκιο, εντελώς, ορθός, σωστό, σωστός