Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός right
συγκριτικός righter / more right
υπερθετικός rightest / rightmost

right (en)

  1. σωστός, ορθός, ακριβής, ως γεγονός
    ⮡  the right time - η σωστή ώρα
    ⮡  the right answer - η σωστή/ορθή απάντηση
    ⮡  right information - ακριβείς πληροφορίες
     συνώνυμα: correct
  2. (όχι πριν από το ουσιαστικό) έχω δίκιο κατά τη γνώμη ή την κρίση μου
    ⮡  Am I right or wrong?
    Έχω δίκιο ή άδικο;
    ⮡  You are right.
    Έχεις δίκιο.
  3. σωστός, ορθός, κατάλληλος, για μια συγκεκριμένη κατάσταση ή πράγμα, ή για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο
    ⮡  the right tool for this job - το σωστό εργαλείο για αυτή τη δουλειά
    ⮡  Do what you think is right.
    Κάνε ό,τι νομίζεις σωστό.
    ⮡  the right attitude/behavior - η ορθή στάση/συμπεριφορά
    ⮡  It was the right decision.
    Ήταν η ορθή απόφαση.
    ⮡  I am the right person for this job.
    Είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για αυτή τη δουλειά.
  4. σωστός, ορθός, το σωστό, ηθικά καλό ή αποδεκτό, σύμφωνα με το νόμο ή το καθήκον ενός προσώπου
    ⮡  It is not right to tell lies.
    Δεν είναι σωστό να λες ψέματα.
    ⮡  I thought it was right to let you know.
    Το θώρησα ορθό να σας ειδοποιήσω.
    ⮡  He knows what is right but…
    Ξέρει το σωστό αλλά…
    ⮡  It is only right that he pays.
    Το σωστό είναι να πληρώσει.
     συνώνυμα:  proper, appropriate και acceptable
  5. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) δεξιός
    ⮡  the right side - η δεξιά πλευρά
    ⮡  my right eye/arm - το δεξί μου μάτι/χέρι
     αντώνυμα: left
  6. (γεωμετρία) ορθός
    ⮡  right angle - ορθή γωνία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Επίρρημα

επεξεργασία

right (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. δεξιά
    ⮡  turn right - στρίψτε δεξιά
     αντώνυμα: left
  2. ακριβώς
    ⮡  right in front of you - ακριβώς μπροστά σου
    ⮡  right here - ακριβώς εδώ
    ⮡  I live right downtown.
    Μένω ακριβώς στο κέντρο.
    ⮡  -“Let’s meet at eight?” -“Good! I’ll be there right at eight.”
    -«Να συναντηθούμε στις οκτώ;» -«Ωραία! Θα είμαι εκεί στις οκτώ ακριβώς
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exactly
  3. εντελώς
    ⮡  He went right up to the edge of the cliff.
    Πήγε εντελώς στην άκρη του βράχου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
  4. αμέσως
    ⮡  Right as I said it…
    Αμέσως μόλις το είπα…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη immediately
  5. σωστά
    ⮡  I didn’t get it right.
    Δεν κατάλαβες σωστά.
    ⮡  He did it right.
    Το έκανε σωστά.
    ⮡  If I am remembering/If I guessed right
    Αν θυμάμαι/Αν μάντεψα σωστά
    ⮡  Either do it right or not at all.
    Ή να το κάνεις σωστά ή να μην το κάνεις καθόλου.
     συνώνυμα: correctly

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
right rights

right (en)

  1. (μόνο στον ενικό) τα δεξιά, δεξιά, η δεξιά πλευρά ή κατεύθυνση
    ⮡  on our right - στα δεξιά μας
    ⮡  Press the button on the right.
    Πατήστε το κουμπί στα δεξιά.
    ⮡  to our right - προς τα δεξιά μας
    ⮡  keep to the right - κινούμαι δεξιά
  2. (μόνο στον ενικό) δεξιά, η στροφή προς τα δεξιά
    ⮡  I am turning to the right.
    Στρίβω δεξιά.
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το δικαίωμα, ηθική ή νομική αξίωση να έχεις ή να αποκτήσεις κάτι ή να συμπεριφέρεσαι με συγκεκριμένο τρόπο
    ⮡  the rights of women/minorities - τα δικαιώματα της γυναίκας/των μειονοτήτων
    ⮡  civil rights - αστικά/πολιτικά δικαιώματα
    ⮡  right of way - δικαίωμα διόδου
    ⮡  I have a right to know.
    Έχω δικαίωμα να ξέρω.
    ⮡  He had no right to shoot.
    Δεν είχε δικαίωμα να πυροβολήσει.
    ⮡  Who gave you the right to speak?
    Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να μιλήσεις;
    ⮡  I gave him the right to pick apples in my orchard.
    Του 'δωσα το δικαίωμα να κόβει μήλα στον κήπο μου.
    ⮡  Every human has the right to life.
    Κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα στη ζωή.
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το δίκιο, τι είναι ηθικά καλό ή σωστό
    ⮡  If you can’t tell the difference between right and wrong…
    Αν δε μπορείς να ξεχωρίσεις το δίκιο από το άδικο…
    ⮡  I am in the right.
    Έχω το δίκιο με το μέρος μου.
  5. (μόνο στον ενικό) η δεξιά, η συντηρητική πολιτική
    ⮡  the extreme/far right - η άκρα δεξιά
    ⮡  He belongs to the right.
    Ανήκει στη δεξιά.
     συνώνυμα: right wing

Παράγωγα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία