παραθετικά
θετικός acceptable
συγκριτικός more acceptable
υπερθετικός most acceptable

Ετυμολογία

επεξεργασία
acceptable < accept + -able

acceptable (en)

  1. αποδεκτός, σωστός, που εγκρίνεται από τους περισσότερους ανθρώπους μιας κοινωνίας
      Children must learn socially acceptable behavior.
    Τα παιδιά πρέπει να μάθουν κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά.
      It is not acceptable to tell lies.
    Δεν είναι σωστό να λες ψέματα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη right
  2. δεκτός, αποδεκτός, παραδεκτός, ευπρόσδεκτος, για κάποιον που συμφωνεί ότι είναι αρκετά καλός ή επιτρέπεται
      if it is acceptable to your parents - αν είναι δεκτό από τους γονείς σου
      Your offer is not acceptable.
    Η προσφορά του δεν είναι δεκτή.
      We are trying to reach a comprise that is acceptable to all.
    Προσπαθούμε να επιτύχουμε συμβιβασμό που να είναι αποδεκτός από όλους.
      His attitude is not acceptable.
    Η στάση του δεν είναι παραδεχτή.
      Gifts are always acceptable.
    Τα δώρα είναι πάντα ευπρόσδεκτα.
  3. ανεκτός, καλούτσικος, όχι πολύ καλό αλλά αρκετά καλό
      -“What was the food like?” -“Acceptable.
    -«Πώς ήταν το φαΐ;» -«Ανεκτό
      an acceptable knowledge of English - καλούτσικα αγγλικά
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη satisfactory

Αντώνυμα

επεξεργασία