satisfactory
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | satisfactory |
συγκριτικός | more satisfactory |
υπερθετικός | most satisfactory |
Επίθετο
επεξεργασίαsatisfactory (en)
- ικανοποιητικός
- ⮡ It wasn’t anything extraordinary but it was satisfactory.
- Δεν ήταν τίποτα εξαιρετικό αλλά ήταν ικανοποιητικό.
- ⮡ It wasn’t anything extraordinary but it was satisfactory.