satisfactory
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | satisfactory |
συγκριτικός | more satisfactory |
υπερθετικός | most satisfactory |
Επίθετο
επεξεργασίαsatisfactory (en)
παραθετικά | |
θετικός | satisfactory |
συγκριτικός | more satisfactory |
υπερθετικός | most satisfactory |
satisfactory (en)