satisfactorily
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | satisfactorily |
συγκριτικός | more satisfactorily |
υπερθετικός | most satisfactorily |
Ετυμολογία
επεξεργασία- satisfactorily < satisfactory + -ly
Επίρρημα
επεξεργασίαsatisfactorily (en)
- ικανοποιητικά
- ↪ I carried out my duties satisfactorily.
- Ανταπεξήλθα στα καθήκοντά μου, ικανοποιητικά.
- ↪ I carried out my duties satisfactorily.