Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός passable
συγκριτικός more passable
υπερθετικός most passable

  Επίθετο επεξεργασία

passable (en)

  1. ανεκτός, υποφερτός, που είναι αρκετά καλό αλλά όχι εξαιρετικό
    -“What was the food like?” -“Passable.
    -«Πώς ήταν το φαΐ;» -«Ανεκτό
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη satisfactory
  2. βατός

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

passable < passer

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɑ.sabl/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
passable passables

passable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία