παραθετικά
θετικός passable
συγκριτικός more passable
υπερθετικός most passable

passable (en)

  1. ανεκτός, υποφερτός, που είναι αρκετά καλό αλλά όχι εξαιρετικό
      -“What was the food like?” -“Passable.
    -«Πώς ήταν το φαΐ;» -«Ανεκτό
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη satisfactory
  2. βατός

Συγγενικά

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
passable < passer
      ενικός         πληθυντικός  
passable passables

passable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία