passable
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | passable |
συγκριτικός | more passable |
υπερθετικός | most passable |
Επίθετο επεξεργασία
passable (en)
- ανεκτός, υποφερτός, που είναι αρκετά καλό αλλά όχι εξαιρετικό
- ↪ -“What was the food like?” -“Passable.”
- -«Πώς ήταν το φαΐ;» -«Ανεκτό.»
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη satisfactory
- ↪ -“What was the food like?” -“Passable.”
- βατός
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- passable - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 63. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανεκτός
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- passable < passer
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
passable | passables |
passable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
- acceptable
- admissible
- correct
- honnête
- médiocre
- moyen
- possible
- (οικείο) potable
- quelconque
- suffisant
- supportable