Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
moyen moyens

moyen (fr) αρσενικό

  • το μέσο
    il a engagé de gros moyens - έβαλε μεγάλα μέσα

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό moyen moyens
θηλυκό moyenne moyennes

moyen (fr)

  1. μέτριος
  2. μέσος, ενδιάμεσος, μεσαίος


Συγγενικά

επεξεργασία