μεσαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μεσαίος | η | μεσαία | το | μεσαίο |
γενική | του | μεσαίου | της | μεσαίας | του | μεσαίου |
αιτιατική | τον | μεσαίο | τη | μεσαία | το | μεσαίο |
κλητική | μεσαίε | μεσαία | μεσαίο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μεσαίοι | οι | μεσαίες | τα | μεσαία |
γενική | των | μεσαίων | των | μεσαίων | των | μεσαίων |
αιτιατική | τους | μεσαίους | τις | μεσαίες | τα | μεσαία |
κλητική | μεσαίοι | μεσαίες | μεσαία | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεσαίος < αρχαία ελληνική μεσαῖος
Επίθετο
επεξεργασίαμεσαίος, -α, -ο
- που βρίσκεται στη μέση ενός πράγματος
- ο ποδοσφαιριστής πέρασε τη μεσαία γραμμή του γηπέδου
- που βρίσκεται στη μέση ενός συνόλου, μιας ακολουθίας ή μιας αξιολογικής κλίμακας
- που δεν ανήκει ούτε στις ανώτερες ούτε στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις
- η μεσαία τάξη, τα μεσαία στρώματα
- που τοποθετείται πολιτικά στο κέντρο
- ο μεσαίος χώρος