middle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαmiddle (en) (χωρίς παραθετικά)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) μεσαίος, ενδιάμεσος, για διάκριση από απόψεως χρόνου ή καταστάσεως, που βρίσκεται στη μέση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
middle | middles |
middle (en)
- (μόνο ενικός, the middle) η μέση, το μέσο
- ⮡ in the middle of the street/room - στη μέση/στο μέσο του δρόμου/δωματίου
- ⮡ in the middle of the night - στη μέση/στο μέσο της νύχτας
Σύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- Middle Ages - ο μεσαίωνας
- middle course - η μέση οδός
- middle term - ο μέσος όρος ενός συλλογισμού
Πηγές
επεξεργασία- middle (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- middle (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 540. ISBN 9780194325684., λήμμα: μέση