Δείτε επίσης: Μεσαίωνας
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεσαίωνας οι μεσαίωνες
      γενική του μεσαίωνα των μεσαιώνων
    αιτιατική τον μεσαίωνα τους μεσαίωνες
     κλητική μεσαίωνα μεσαίωνες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεσαίωνας αρσενικό

  1. (ιστορία) οι μεσαίοι χρόνοι, η χρονική περίοδος από το τέλος της αρχαιότητας έως τα νεότερα χρόνια
  2. (ειδικότερα) για την ευρωπαϊκή ιστορία  δείτε τη λέξη Μεσαίωνας
  3. (μεταφορικά, μειωτικό) η κατάσταση της οπισθοδρόμησης και του σκοταδισμού

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία