μεσαίωνας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεσαίωνας < καθαρεύουσα μεσαίων < μέσος + αἰών, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική Moyen Âge
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /meˈse.o.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐σαί‐ω‐νας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεσαίωνας αρσενικό
- (ιστορία) οι μεσαίοι χρόνοι, η χρονική περίοδος από το τέλος της αρχαιότητας έως τα νεότερα χρόνια
- (ειδικότερα) για την ευρωπαϊκή ιστορία → δείτε τη λέξη Μεσαίωνας
- (μεταφορικά, μειωτικό) η κατάσταση της οπισθοδρόμησης και του σκοταδισμού
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεσαίωνας