Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεσαιωνισμός οι μεσαιωνισμοί
      γενική του μεσαιωνισμού των μεσαιωνισμών
    αιτιατική τον μεσαιωνισμό τους μεσαιωνισμούς
     κλητική μεσαιωνισμέ μεσαιωνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσαιωνισμός < μεσαιωνικός + -ισμός, (μαρτυρείται από το 1856)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.se.o.niˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐σαι‐ω‐νι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεσαιωνισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

  Πηγές επεξεργασία