Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσαιωνικός η μεσαιωνική το μεσαιωνικό
      γενική του μεσαιωνικού της μεσαιωνικής του μεσαιωνικού
    αιτιατική τον μεσαιωνικό τη μεσαιωνική το μεσαιωνικό
     κλητική μεσαιωνικέ μεσαιωνική μεσαιωνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσαιωνικοί οι μεσαιωνικές τα μεσαιωνικά
      γενική των μεσαιωνικών των μεσαιωνικών των μεσαιωνικών
    αιτιατική τους μεσαιωνικούς τις μεσαιωνικές τα μεσαιωνικά
     κλητική μεσαιωνικοί μεσαιωνικές μεσαιωνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσαιωνικός < μεσαίωνας

  Επίθετο επεξεργασία

μεσαιωνικός

  1. που αναφέρεται ή ανήκει στο Μεσαίωνα
  2. (μεταφορικά) οπισθοδρομικός
    τι μεσαιωνικές αντιλήψεις είναι αυτές

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία