απανθρωπιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απανθρωπιά | οι | απανθρωπιές |
γενική | της | απανθρωπιάς | των | απανθρωπιών |
αιτιατική | την | απανθρωπιά | τις | απανθρωπιές |
κλητική | απανθρωπιά | απανθρωπιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- απανθρωπιά < (ελληνιστική κοινή) ἀπανθρωπία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.pan.θɾoˈpça/
Ουσιαστικό επεξεργασία
απανθρωπιά θηλυκό
- το να είναι κάποιος απάνθρωπος, η ιδιότητα του απάνθρωπου
- (κατ’ επέκταση) βαρβαρότητα
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη άνθρωπος
Μεταφράσεις επεξεργασία
απανθρωπιά