ασπλαχνία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασπλαχνία < (ελληνιστική κοινή) ἀσπλαγχνία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαασπλαχνία θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ασπλαχνία