άσπλαχνος
![]() |
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άσπλαχνος < αρχαία ελληνική ἄσπλαγχνος < ἀ- + σπλάγχνον
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /'a.spla.xnos/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
άσπλαχνος, -η, -ον
- που δεν ευσπλαχνίζεται, δεν συμπονεί
![]() |
άσπλαχνος, -η, -ον