ευσπλαχνίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευσπλαχνίζομαι < ευσπλαγχνίζομαι < (ελληνιστική κοινή) εὐσπλαγχνίζομαι
Ρήμα
επεξεργασίαευσπλαχνίζομαι, π.αόρ.: ευσπλαχνίσθηκα (αποθετικό ρήμα)
- (λόγιο) άλλη μορφή του ευσπλαγχνίζομαι
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ευσπλαχνίζομαι
|