ευσπλαγχνίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευσπλαγχνίζομαι < (ελληνιστική κοινή) εὐσπλαγχνίζομαι
Ρήμα
επεξεργασίαευσπλαγχνίζομαι
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ευσπλαχνίζομαι
- σπλαχνίζομαι
- → δείτε τη λέξη σπλάχνο
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ευσπλαγχνίζομαι | ευσπλαγχνιζόμουν(α) | θα ευσπλαγχνίζομαι | να ευσπλαγχνίζομαι | ||
β' ενικ. | ευσπλαγχνίζεσαι | ευσπλαγχνιζόσουν(α) | θα ευσπλαγχνίζεσαι | να ευσπλαγχνίζεσαι | (ευσπλαγχνίζου) | |
γ' ενικ. | ευσπλαγχνίζεται | ευσπλαγχνιζόταν(ε) | θα ευσπλαγχνίζεται | να ευσπλαγχνίζεται | ||
α' πληθ. | ευσπλαγχνιζόμαστε | ευσπλαγχνιζόμαστε ευσπλαγχνιζόμασταν |
θα ευσπλαγχνιζόμαστε | να ευσπλαγχνιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ευσπλαγχνίζεστε | ευσπλαγχνιζόσαστε ευσπλαγχνιζόσασταν |
θα ευσπλαγχνίζεστε | να ευσπλαγχνίζεστε | (ευσπλαγχνίζεστε) | |
γ' πληθ. | ευσπλαγχνίζονται | ευσπλαγχνίζονταν ευσπλαγχνιζόντουσαν |
θα ευσπλαγχνίζονται | να ευσπλαγχνίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ευσπλαγχνίστηκα | θα ευσπλαγχνιστώ | να ευσπλαγχνιστώ | ευσπλαγχνιστεί | ||
β' ενικ. | ευσπλαγχνίστηκες | θα ευσπλαγχνιστείς | να ευσπλαγχνιστείς | ευσπλαγχνίσου | ||
γ' ενικ. | ευσπλαγχνίστηκε | θα ευσπλαγχνιστεί | να ευσπλαγχνιστεί | |||
α' πληθ. | ευσπλαγχνιστήκαμε | θα ευσπλαγχνιστούμε | να ευσπλαγχνιστούμε | |||
β' πληθ. | ευσπλαγχνιστήκατε | θα ευσπλαγχνιστείτε | να ευσπλαγχνιστείτε | ευσπλαγχνιστείτε | ||
γ' πληθ. | ευσπλαγχνίστηκαν ευσπλαγχνιστήκαν(ε) |
θα ευσπλαγχνιστούν(ε) | να ευσπλαγχνιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ευσπλαγχνιστεί | είχα ευσπλαγχνιστεί | θα έχω ευσπλαγχνιστεί | να έχω ευσπλαγχνιστεί | ευσπλαγχνισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ευσπλαγχνιστεί | είχες ευσπλαγχνιστεί | θα έχεις ευσπλαγχνιστεί | να έχεις ευσπλαγχνιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ευσπλαγχνιστεί | είχε ευσπλαγχνιστεί | θα έχει ευσπλαγχνιστεί | να έχει ευσπλαγχνιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ευσπλαγχνιστεί | είχαμε ευσπλαγχνιστεί | θα έχουμε ευσπλαγχνιστεί | να έχουμε ευσπλαγχνιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ευσπλαγχνιστεί | είχατε ευσπλαγχνιστεί | θα έχετε ευσπλαγχνιστεί | να έχετε ευσπλαγχνιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ευσπλαγχνιστεί | είχαν ευσπλαγχνιστεί | θα έχουν ευσπλαγχνιστεί | να έχουν ευσπλαγχνιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευσπλαγχνίζομαι
|