σπλαχνίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπλαχνίζομαι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σπλαγχνίζομαι με αποβολή του [ŋ] < εὐσπλαγχνίζομαι[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /splaˈxni.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπλα‐χνί‐ζο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίασπλαχνίζομαι, π.αόρ.: σπλαχνίστηκα (αποθετικό ρήμα)
- (προφορικό) άλλη μορφή του ευσπλαγχνίζομαι
- Έχετε γεια, τους είπε· ο Θεός να σπλαχνιστεί, αδερφοί μου, τις ψυχές σας! (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σπλαχνίζομαι | σπλαχνιζόμουν(α) | θα σπλαχνίζομαι | να σπλαχνίζομαι | ||
β' ενικ. | σπλαχνίζεσαι | σπλαχνιζόσουν(α) | θα σπλαχνίζεσαι | να σπλαχνίζεσαι | ||
γ' ενικ. | σπλαχνίζεται | σπλαχνιζόταν(ε) | θα σπλαχνίζεται | να σπλαχνίζεται | ||
α' πληθ. | σπλαχνιζόμαστε | σπλαχνιζόμαστε σπλαχνιζόμασταν |
θα σπλαχνιζόμαστε | να σπλαχνιζόμαστε | ||
β' πληθ. | σπλαχνίζεστε | σπλαχνιζόσαστε σπλαχνιζόσασταν |
θα σπλαχνίζεστε | να σπλαχνίζεστε | (σπλαχνίζεστε) | |
γ' πληθ. | σπλαχνίζονται | σπλαχνίζονταν σπλαχνιζόντουσαν |
θα σπλαχνίζονται | να σπλαχνίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σπλαχνίστηκα | θα σπλαχνιστώ | να σπλαχνιστώ | σπλαχνιστεί | ||
β' ενικ. | σπλαχνίστηκες | θα σπλαχνιστείς | να σπλαχνιστείς | σπλαχνίσου | ||
γ' ενικ. | σπλαχνίστηκε | θα σπλαχνιστεί | να σπλαχνιστεί | |||
α' πληθ. | σπλαχνιστήκαμε | θα σπλαχνιστούμε | να σπλαχνιστούμε | |||
β' πληθ. | σπλαχνιστήκατε | θα σπλαχνιστείτε | να σπλαχνιστείτε | σπλαχνιστείτε | ||
γ' πληθ. | σπλαχνίστηκαν σπλαχνιστήκαν(ε) |
θα σπλαχνιστούν(ε) | να σπλαχνιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σπλαχνιστεί | είχα σπλαχνιστεί | θα έχω σπλαχνιστεί | να έχω σπλαχνιστεί | ||
β' ενικ. | έχεις σπλαχνιστεί | είχες σπλαχνιστεί | θα έχεις σπλαχνιστεί | να έχεις σπλαχνιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει σπλαχνιστεί | είχε σπλαχνιστεί | θα έχει σπλαχνιστεί | να έχει σπλαχνιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σπλαχνιστεί | είχαμε σπλαχνιστεί | θα έχουμε σπλαχνιστεί | να έχουμε σπλαχνιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε σπλαχνιστεί | είχατε σπλαχνιστεί | θα έχετε σπλαχνιστεί | να έχετε σπλαχνιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σπλαχνιστεί | είχαν σπλαχνιστεί | θα έχουν σπλαχνιστεί | να έχουν σπλαχνιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπλαχνίζομαι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σπλαχνίζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας