Ετυμολογία

επεξεργασία
σπλαχνίζομαι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σπλαγχνίζομαι με αποβολή του [ŋ] < εὐσπλαγχνίζομαι[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /splaˈxni.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπλα‐χνί‐ζο‐μαι

σπλαχνίζομαι, π.αόρ.: σπλαχνίστηκα (αποθετικό ρήμα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία