φιλεύσπλαχνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλεύσπλαχνος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φιλεύσπλαγχνος με αποβολή του ρινικού συμφώνου [1] < φίλος (φιλ- + αρχαία ελληνική εὔσπλαγχνος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fiˈlef.spla.xnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐λεύ‐σπλα‐χνος
Επίθετο
επεξεργασίαφιλεύσπλαχνος, -η, -ο
- που θέλει να φέρεται με ευσπλαχνία, με ευαισθησία και οίκτο προς τους άλλους, που τους λυπάται και τους ελεεί
Συνώνυμα
επεξεργασία- ελεήμων, οικτίρμων
- μεγαλόκαρδος
- εύσπλαχνος, σπλαχνικός
- πονόψυχος, συμπονετικός
- αγαθοεργός φιλάνθρωπος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις φίλος, ευ και σπλάχνο
Μεταφράσεις
επεξεργασία φιλεύσπλαχνος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φιλεύσπλαχνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας