Δείτε επίσης: εύσπλαγχνος, εύσπλαχνος
Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ εὔσπλαγχνος τὸ εὔσπλαγχνον οἱ, αἱ εὔσπλαγχνοι τὰ εὔσπλαγχνα
Γενική τοῦ, τῆς εὐσπλάγχνου τοῦ εὐσπλάγχνου τῶν εὐσπλάγχνων τῶν εὐσπλάγχνων
Δοτική τῷ, τῇ εὐσπλάγχνῳ τῷ εὐσπλάγχνῳ τοῖς, ταῖς εὐσπλάγχνοις τοῖς εὐσπλάγχνοις
Αιτιατική τὸν, τὴν εὔσπλαγχνον τὸ εὔσπλαγχνον τοὺς, τὰς εὐσπλάγχνους τὰ εὔσπλαγχνα
Κλητική εὔσπλαγχνε εὔσπλαγχνον εὔσπλαγχνοι εὔσπλαγχνα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική εὐσπλάγχνω
Γενική-Δοτική εὐσπλάγχνοιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὔσπλαγχνος < αρχαία ελληνική εὖ + σπλάγχνον

  Επίθετο

επεξεργασία

εὔσπλαγχνος

  1. (ελληνιστική κοινή) που έχει υγιή σπλάχνα
  2. (ελληνιστική κοινή) εύσπλαχνος, ευσπλαχνικός