εὔσπλαγχνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ εὔσπλαγχνος | τὸ εὔσπλαγχνον | οἱ, αἱ εὔσπλαγχνοι | τὰ εὔσπλαγχνα |
Γενική | τοῦ, τῆς εὐσπλάγχνου | τοῦ εὐσπλάγχνου | τῶν εὐσπλάγχνων | τῶν εὐσπλάγχνων |
Δοτική | τῷ, τῇ εὐσπλάγχνῳ | τῷ εὐσπλάγχνῳ | τοῖς, ταῖς εὐσπλάγχνοις | τοῖς εὐσπλάγχνοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν εὔσπλαγχνον | τὸ εὔσπλαγχνον | τοὺς, τὰς εὐσπλάγχνους | τὰ εὔσπλαγχνα |
Κλητική | εὔσπλαγχνε | εὔσπλαγχνον | εὔσπλαγχνοι | εὔσπλαγχνα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | εὐσπλάγχνω | |||
Γενική-Δοτική | εὐσπλάγχνοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εὔσπλαγχνος < αρχαία ελληνική εὖ + σπλάγχνον
Επίθετο
επεξεργασίαεὔσπλαγχνος
- (ελληνιστική κοινή) που έχει υγιή σπλάχνα
- (ελληνιστική κοινή) εύσπλαχνος, ευσπλαχνικός