↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σπλάγχνον τὰ σπλάγχν
      γενική τοῦ σπλάγχνου τῶν σπλάγχνων
      δοτική τῷ σπλάγχν τοῖς σπλάγχνοις
    αιτιατική τὸ σπλάγχνον τὰ σπλάγχν
     κλητική ! σπλάγχνον σπλάγχν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπλάγχνω
γεν-δοτ τοῖν  σπλάγχνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

σπλάγχνον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *spelgh- (σπλήνα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπλάγχνον ουδέτερο

  1. (ανατομία) οποιοδήποτε από τα εντόσθια
  2. (ως προς τη μητέρα) το παιδί

Συγγενικά

επεξεργασία