ευσπλαχνικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευσπλαχνικός < μεσαιωνική ελληνική ευσπλαγχνικός < (ελληνιστική κοινή) εὔσπλαγχνος < αρχαία ελληνική εὖ + σπλάγχνον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ef.spla.xniˈkos/
Επίθετο επεξεργασία
ευσπλαχνικός, -ή, -ό
- που ευσπλαχνίζεται
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ευσπλαχνικά / ευσπλαγχνικά
- → δείτε τη λέξη σπλάχνο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευσπλαχνικός
|