Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπλαχνικός η σπλαχνική το σπλαχνικό
      γενική του σπλαχνικού της σπλαχνικής του σπλαχνικού
    αιτιατική τον σπλαχνικό τη σπλαχνική το σπλαχνικό
     κλητική σπλαχνικέ σπλαχνική σπλαχνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπλαχνικοί οι σπλαχνικές τα σπλαχνικά
      γενική των σπλαχνικών των σπλαχνικών των σπλαχνικών
    αιτιατική τους σπλαχνικούς τις σπλαχνικές τα σπλαχνικά
     κλητική σπλαχνικοί σπλαχνικές σπλαχνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπλαχνικός < (ελληνιστική κοινήσπλαγχνικός

  Επίθετο επεξεργασία

σπλαχνικός, -ή, -ό

  1. (ανατομία) που έχει σχέση με τα σπλάχνα ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (μεταφορικά) που ευσπλαχνίζεται κάποιον, που εκδηλώνει φιλεύσπλαχνα αισθήματα
     συνώνυμα: ευσπλαχνικός, φιλεύσπλαχνος

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία