σπλαχνικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σπλαχνικός < (ελληνιστική κοινή) σπλαγχνικός
Επίθετο
επεξεργασία
σπλαχνικός, -ή, -ό
- (ανατομία) που έχει σχέση με τα σπλάχνα ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (μεταφορικά) που ευσπλαχνίζεται κάποιον, που εκδηλώνει φιλεύσπλαχνα αισθήματα