↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευσπλαγχνικός η ευσπλαγχνική το ευσπλαγχνικό
      γενική του ευσπλαγχνικού της ευσπλαγχνικής του ευσπλαγχνικού
    αιτιατική τον ευσπλαγχνικό την ευσπλαγχνική το ευσπλαγχνικό
     κλητική ευσπλαγχνικέ ευσπλαγχνική ευσπλαγχνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευσπλαγχνικοί οι ευσπλαγχνικές τα ευσπλαγχνικά
      γενική των ευσπλαγχνικών των ευσπλαγχνικών των ευσπλαγχνικών
    αιτιατική τους ευσπλαγχνικούς τις ευσπλαγχνικές τα ευσπλαγχνικά
     κλητική ευσπλαγχνικοί ευσπλαγχνικές ευσπλαγχνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευσπλαγχνικός < μεσαιωνική ελληνική ευσπλαγχνικός < (ελληνιστική κοινήεὔσπλαγχνος < αρχαία ελληνική εὖ + σπλάγχνον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ef.splaŋ.xniˈkos/

  Επίθετο

επεξεργασία

ευσπλαγχνικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία