almozdonema
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /al.moz.doˈne.ma/
Επίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | almozdonema | almozdonemaj |
αιτιατική | almozdoneman | almozdonemajn |
almozdonema (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | almozdonema | almozdonemaj |
αιτιατική | almozdoneman | almozdonemajn |
almozdonema (eo)