οικτίρμων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οικτίρμων & οικτίρμονας |
η | οικτίρμων | το | οικτίρμον |
γενική | του | οικτίρμονος & οικτίρμονα |
της | οικτίρμονος | του | οικτίρμονος |
αιτιατική | τον | οικτίρμονα | την | οικτίρμονα | το | οικτίρμον |
κλητική | οικτίρμων & οικτίρμονα |
οικτίρμων | οικτίρμον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οικτίρμονες | οι | οικτίρμονες | τα | οικτίρμονα |
γενική | των | οικτιρμόνων | των | οικτιρμόνων | των | οικτιρμόνων |
αιτιατική | τους | οικτίρμονες | τις | οικτίρμονες | τα | οικτίρμονα |
κλητική | οικτίρμονες | οικτίρμονες | οικτίρμονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οικτίρμων < (ελληνιστική κοινή) οἰκτίρμων
Επίθετο
επεξεργασίαοικτίρμων, -ων, -ον
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- οικτιρμόνως
- → δείτε τις λέξεις οικτίρω και οίκτος