Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανοικτίρμων < α (στερητικό) + οίκτος. α (στερητικό) + οικτίρω , ο οικτίρμων + α (στερητικό) = ανοικτίρμων

  Επίθετο επεξεργασία

ανοικτίρμων -ων -ον

  Μεταφράσεις επεξεργασία