οικτιρμόνως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οικτιρμόνως < (ελληνιστική κοινή) οἰκτιρμόνως
Επίρρημα επεξεργασία
οικτιρμόνως
- (λόγιο) με οικτίρμονα τρόπο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οικτιρμόνως
Δείτε επίσης : οἰκτιρμόνως |
οικτιρμόνως