οικτίρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οικτίρω < αρχαία ελληνική οἰκτίρω / οἰκτείρω < οἶκτος
Ρήμα
επεξεργασίαοικτίρω
- (λόγιο) λυπάμαι κάποιον, αισθάνομαι οίκτο
- Ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιὼ ᾤκτειρε τὰς στερήσεις τῆς γραίας καὶ τῶν δύο ὀρφανῶν, ἀλλὰ μήπως ἦτο καὶ αὐτὴ πλουσία, διὰ νὰ ἔλθῃ αὐτοῖς ἀρωγὸς καὶ παρήγορος; (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Σταχομαζώχτρα)
- (λόγιο) αισθάνομαι λύπη ανάμικτη με περιφρόνηση, θεωρώ κάποιον αξιολύπητο
- ....ενώ όταν ακούω άλλα θέματα συζητήσης, που είναι και συνήθη σε εσάς τους πλούσιους και όσους καταγίνονται με τα χρηματικά, και εγώ στενοχωριέμαι και σας τους φίλους μου οικτείρω, γιατί νομίζετε ότι κάτι κάνετε χωρίς να κάνετε τίποτε (Πλάτων, Συμπόσιο)
- (λόγιο) περιφρονώ, θεωρώ κάτι άτοπο και κακό, το/τον στιγματίζω
- Ο Αλογοσκούφης οικτίρει τον λαϊκισμό και εμμένει στην πολιτική του (εφημ. "Το Βήμα", 1/8/2010)
- μέσο (οικτίρομαι, με οικτίρουν και αυτοπαθές αυτοοικτίρομαι) νιώθουν για εμένα λύπηση ως προς κατώτερο ή και περιφρόνηση
- Την ίδια βέβαια ώρα οι πλείστοι των Ελλήνων οικτίρονται για την κακοποίηση της ελπίδας του έθνους μας (εφημ. "Παρόν", 14/12/2008)
Συγγενικά
επεξεργασία- ανοικτίρμονα
- ανοικτίρμονος
- ανοικτίρμων
- οικτιρμός
- οικτίρμων
- → δείτε τη λέξη οίκτος