οικτιρμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οικτιρμός < αρχαία ελληνική οἰκτιρμός < οἰκτίρω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ktiɾˈmos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
οικτιρμός αρσενικό
- (λόγιο) έλεος, λύπηση, συμπάθεια, ευσπλαχνία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οικτιρμός