οἰκτιρμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | οἰκτιρμός | οἱ | οἰκτιρμοί |
γενική | τοῦ | οἰκτιρμοῦ | τῶν | οἰκτιρμῶν |
δοτική | τῷ | οἰκτιρμῷ | τοῖς | οἰκτιρμοῖς |
αιτιατική | τὸν | οἰκτιρμόν | τοὺς | οἰκτιρμούς |
κλητική ὦ! | οἰκτιρμέ | οἰκτιρμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οἰκτιρμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | οἰκτιρμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οἰκτιρμός < οἰκτίρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοἰκτιρμός αρσενικό