αξιολύπητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
αξιολύπητος
- που είναι άξιος της λύπης μας, που βρίσκεται σε μια κατάσταση που προκαλεί τη συμπόνια μας
- που προκαλεί την περιφρόνηση λόγω της ανεπάρκειάς του
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αξιολύπητα
- → δείτε τις λέξεις άξιος και λύπη