ανεπάρκεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανεπάρκεια < ανεπαρκ(ής) + -εια, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική deficiency ή από τη γαλλική insuffisance[1]. Αναλύεται σε αν- (στερητικό α-) + επάρκεια
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1863
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.neˈpaɾ.ci.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐πάρ‐κει‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανεπάρκεια θηλυκό
- η έλλειψη κάποιων απαραίτητων πραγμάτων, ικανοτήτων κ.λπ., η μη επίτευξη επάρκειας
- ≈ συνώνυμα: έλλειψη
- ≠ αντώνυμα: επάρκεια
- ※ Ο καύσωνας παρέλυσε τη ΔΕΗ. Οι εκρήξεις των μετασχηματιστών, η υπερφόρτωση του δικτύου μεταφοράς, οι ανεπάρκειες της παραγωγής, το μπλακάουτ στη Βόρειο Ελλάδα και οι επαναλαμβανόμενες, συντονισμένες διακοπές ρεύματος στην Αθήνα, ανέδειξαν διοικητικές αδυναμίες και επενδυτικές ανεπάρκειες, επιβεβαιώνοντας στο μέγιστο βαθμό προγνώσεις και ανησυχίες, οι οποίες είχαν διατυπωθεί εγκαίρως. (* εφημερίδα Το Βήμα 25 Νοεμβρίου 2008)
- (ιατρική) η δυσλειτουργία κάποιων οργάνων του σώματος
- ※ Περίπου 20% με 40% των ασθενών με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια έχουν στεφανιαία νόσο χωρίς να παρουσιάζουν συμπτώματα. (* εφημερίδα @enet.gr 5 Φεβρουαρίου 2011)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανεπάρκεια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ανεπάρκεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας