Δείτε επίσης: ἀρκῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρκώ < αρχαία ελληνική ἀρκέω / ἀρκῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂erg-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aɾˈko/

αρκώ (παθητική φωνή: αρκούμαι & (σπάνιο) αρκιέμαι)

  1. είμαι αρκετός
     συνώνυμα: φτάνω, επαρκώ
  2. (απρόσωπο) αρκεί: είναι αρκετό
     συνώνυμα: φτάνει

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία