αρκώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρκώ < αρχαία ελληνική ἀρκέω / ἀρκῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂erg-
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααρκώ (παθητική φωνή: αρκούμαι & (σπάνιο) αρκιέμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- ανεπάρκεια
- ανεπαρκής
- ανεπαρκώς
- αρκούντως
- αυτάρκεια
- αυτάρκης
- διάρκεια
- διαρκής
- διαρκώ
- διαρκώς
- επάρκεια
- επαρκής
- επαρκώ
- επαρκώς
- σιτάρκεια
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αρκώ | αρκούσα | θα αρκώ | να αρκώ | αρκώντας | |
β' ενικ. | αρκείς | αρκούσες | θα αρκείς | να αρκείς | (άρκει) | |
γ' ενικ. | αρκεί | αρκούσε | θα αρκεί | να αρκεί | ||
α' πληθ. | αρκούμε | αρκούσαμε | θα αρκούμε | να αρκούμε | ||
β' πληθ. | αρκείτε | αρκούσατε | θα αρκείτε | να αρκείτε | αρκείτε | |
γ' πληθ. | αρκούν(ε) | αρκούσαν(ε) | θα αρκούν(ε) | να αρκούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | άρκεσα | θα αρκέσω | να αρκέσω | αρκέσει | ||
β' ενικ. | άρκεσες | θα αρκέσεις | να αρκέσεις | άρκεσε | ||
γ' ενικ. | άρκεσε | θα αρκέσει | να αρκέσει | |||
α' πληθ. | αρκέσαμε | θα αρκέσουμε | να αρκέσουμε | |||
β' πληθ. | αρκέσατε | θα αρκέσετε | να αρκέσετε | αρκέστε | ||
γ' πληθ. | άρκεσαν αρκέσαν(ε) |
θα αρκέσουν(ε) | να αρκέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αρκέσει | είχα αρκέσει | θα έχω αρκέσει | να έχω αρκέσει | ||
β' ενικ. | έχεις αρκέσει | είχες αρκέσει | θα έχεις αρκέσει | να έχεις αρκέσει | ||
γ' ενικ. | έχει αρκέσει | είχε αρκέσει | θα έχει αρκέσει | να έχει αρκέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αρκέσει | είχαμε αρκέσει | θα έχουμε αρκέσει | να έχουμε αρκέσει | ||
β' πληθ. | έχετε αρκέσει | είχατε αρκέσει | θα έχετε αρκέσει | να έχετε αρκέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αρκέσει | είχαν αρκέσει | θα έχουν αρκέσει | να έχουν αρκέσει |
|