ανεπαρκώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεπαρκώς < ανεπαρκής
Επίρρημα επεξεργασία
ανεπαρκώς
- μη επαρκώς, όχι ικανοποιητικά, όχι αρκετά
- απέτυχε στις εξετάσεις γιατί ήταν ανεπαρκώς προετοιμασμένος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη επαρκής
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεπαρκώς