Ετυμολογία

επεξεργασία
επαρκώς < ελληνιστική ἐπαρκῶς

  Επίρρημα

επεξεργασία

επαρκώς

είναι επαρκώς προετοιμασμένος για τις εξετάσεις

  Μεταφράσεις

επεξεργασία