πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεπαρκής η ανεπαρκής το ανεπαρκές
      γενική του ανεπαρκούς* της ανεπαρκούς του ανεπαρκούς
    αιτιατική τον ανεπαρκή την ανεπαρκή το ανεπαρκές
     κλητική ανεπαρκή(ς) ανεπαρκής ανεπαρκές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεπαρκείς οι ανεπαρκείς τα ανεπαρκή
      γενική των ανεπαρκών των ανεπαρκών των ανεπαρκών
    αιτιατική τους ανεπαρκείς τις ανεπαρκείς τα ανεπαρκή
     κλητική ανεπαρκείς ανεπαρκείς ανεπαρκή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

ανεπαρκής

  • που δεν είναι επαρκής, που δεν έχει τα απαραίτητα προσόντα για να ανταποκριθεί ικανοποιητικά σε συγκεκριμένες ανάγκες ή απαιτήσεις
    δυστυχώς, είναι ανεπαρκής στη δουλειά του

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία