ανεπαρκής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανεπαρκής | η | ανεπαρκής | το | ανεπαρκές |
γενική | του | ανεπαρκούς* | της | ανεπαρκούς | του | ανεπαρκούς |
αιτιατική | τον | ανεπαρκή | την | ανεπαρκή | το | ανεπαρκές |
κλητική | ανεπαρκή(ς) | ανεπαρκής | ανεπαρκές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανεπαρκείς | οι | ανεπαρκείς | τα | ανεπαρκή |
γενική | των | ανεπαρκών | των | ανεπαρκών | των | ανεπαρκών |
αιτιατική | τους | ανεπαρκείς | τις | ανεπαρκείς | τα | ανεπαρκή |
κλητική | ανεπαρκείς | ανεπαρκείς | ανεπαρκή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανεπαρκής < αν- + επαρκής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική insuffisant)
Επίθετο
επεξεργασίαανεπαρκής
- που δεν είναι επαρκής, που δεν έχει τα απαραίτητα προσόντα για να ανταποκριθεί ικανοποιητικά σε συγκεκριμένες ανάγκες ή απαιτήσεις
- δυστυχώς, είναι ανεπαρκής στη δουλειά του
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανεπαρκής
|