↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεπαρκής η ανεπαρκής το ανεπαρκές
      γενική του ανεπαρκούς* της ανεπαρκούς του ανεπαρκούς
    αιτιατική τον ανεπαρκή την ανεπαρκή το ανεπαρκές
     κλητική ανεπαρκή(ς) ανεπαρκής ανεπαρκές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεπαρκείς οι ανεπαρκείς τα ανεπαρκή
      γενική των ανεπαρκών των ανεπαρκών των ανεπαρκών
    αιτιατική τους ανεπαρκείς τις ανεπαρκείς τα ανεπαρκή
     κλητική ανεπαρκείς ανεπαρκείς ανεπαρκή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανεπαρκής < αν- + επαρκής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική insuffisant)

  Επίθετο

επεξεργασία

ανεπαρκής

  • που δεν είναι επαρκής, που δεν έχει τα απαραίτητα προσόντα για να ανταποκριθεί ικανοποιητικά σε συγκεκριμένες ανάγκες ή απαιτήσεις
    δυστυχώς, είναι ανεπαρκής στη δουλειά του

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία