Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

απρόσωπο

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του απρόσωπος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του απρόσωπος
    για τον όρο της γραμματικής  δείτε τη λέξη απρόσωπος