Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απρόσωπο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
aˈpɾo.so.po
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
α‐πρό‐σω‐πο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
απρόσωπο
(
αρσενικό
)
αιτιατική
ενικού
του
απρόσωπος
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
ενικού
,
ουδέτερου
γένους
του
απρόσωπος
για τον όρο της γραμματικής
→
δείτε
τη λέξη
απρόσωπος