• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αυτάρκεια

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : αὐτάρκεια

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτάρκεια οι αυτάρκειες
      γενική της αυτάρκειας των αυταρκειών
    αιτιατική την αυτάρκεια τις αυτάρκειες
     κλητική αυτάρκεια αυτάρκειες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτάρκεια < αρχαία ελληνική αὐτάρκεια < αὐτός + ἀρκέω / ἀρκῶ

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυτάρκεια θηλυκό

  • η ιδιότητα του αυτάρκους, η πληρότητα σχετικά με όλα τα αναγκαία, η έλλειψη ανάγκης για εξωτερική βοήθεια

Συγγενικά

επεξεργασία
  • αυτάρκης

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αυτάρκεια
  • αγγλικά : self-sufficiency (en)
  • γαλλικά : autarcie (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αυτάρκεια&oldid=5227239"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Σεπτεμβρίου 2021, στις 19:23

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Σεπτεμβρίου 2021, στις 19:23.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας