Ετυμολογία

επεξεργασία
autarcie < αρχαία ελληνική αὐτάρκεια

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.taʁ.si/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
autarcie autarcies

autarcie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία