autarcie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- autarcie < αρχαία ελληνική αὐτάρκεια
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
autarcie | autarcies |
autarcie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
autarcie | autarcies |
autarcie (fr) θηλυκό