autarcique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- autarcique < autarcie
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
autarcique | autarciques |
autarcique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
autarcique | autarciques |
autarcique (fr) αρσενικό ή θηλυκό