Ετυμολογία

επεξεργασία
autarcique < autarcie

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.taʁ.sik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
autarcique autarciques

autarcique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία