Δείτε επίσης: αὐτάρκης
↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η αυτάρκης το αύταρκες
      γενική του/της αυτάρκους* του αυτάρκους
    αιτιατική τον/την αυτάρκη το αύταρκες
     κλητική αυτάρκη αύταρκες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτάρκεις τα αυτάρκη
      γενική των αυτάρκων των αυτάρκων
    αιτιατική τους/τις αυτάρκεις τα αυτάρκη
     κλητική αυτάρκεις αυτάρκη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτάρκης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὐτάρκης. Με πρόθημα αυτ- → και δείτε τη λέξη αὐτάρκης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈftaɾ.cis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐τάρ‐κης
ομόηχο: αυτάρκεις

  Επίθετο

επεξεργασία

αυτάρκης, αυτάρκης, αύταρκες

  • που ικανοποιεί μόνος του τις ανάγκες του
    ⮡  Η χώρα είναι αυτάρκης σε γεωργικά προϊόντα και δεν έχει ανάγκη εισαγωγών.

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις αυτός και αρκώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία