Δείτε επίσης: αυτάρκης

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
αὐταρκεσ-
ονομαστική / αὐτάρκης τὸ αὔταρκες
      γενική τοῦ/τῆς αὐτάρκους τοῦ αὐτάρκους
      δοτική τῷ/τῇ αὐτάρκει τῷ αὐτάρκει
    αιτιατική τὸν/τὴν αὐτάρκη τὸ αὔταρκες
     κλητική ! αὔταρκες αὔταρκες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ αὐτάρκεις τὰ αὐτάρκη
      γενική τῶν αὐτάρκων τῶν αὐτάρκων
      δοτική τοῖς/ταῖς αὐτάρκεσ(ν) τοῖς αὐτάρκεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς αὐτάρκεις τὰ αὐτάρκη
     κλητική ! αὐτάρκεις αὐτάρκη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αὐτάρκει τὼ αὐτάρκει
      γεν-δοτ τοῖν αὐτάρκοιν τοῖν αὐτάρκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνήθης' όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αὐτάρκης < αὐτ- + ἀρκ(έω) + -ης

  Επίθετο επεξεργασία

αὐτάρκης, -ης, αὔταρκες, συγκριτικός: αὐταρκέστερος, υπερθετικός:  αὐταρκέστατος

  1. ο απόλυτα επαρκής και ικανός προς κάτι συγκεκριμένο
  2. η ποσότητα που είναι αρκετή, ίσως και άφθονη (όπως, σίτου, ύδατος)
  3. o αυτοδύναμος, ο αυτάρκης αυτός που μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνος του
    χώρα αὐτάρκης (που δεν χρειάζεται να κάνει εισαγωγές)
    οὐκ αὐτάρκης ἀλλά πολλῶν ἐνδεής
  4. ο γερός, ο εύρωστος, ο υγιής
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 51.3
    σῶμά τε αὔταρκες ὂν οὐδὲν διεφάνη πρὸς αὐτὸ ἰσχύος πέρι ἢ ἀσθενείας, ἀλλὰ πάντα ξυνῄρει
    γεροί και ασθενικοί αποδείχτηκαν το ίδιο ανίκανοι να αντισταθούν (στην αρρώστια) και όλους τους πήρε το ίδιο μαζί της
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    Μετάφραση: Ελευθέριος Βενιζέλος Ανθολογία

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις αὐτός και ἀρκέω

  Πηγές επεξεργασία