γερός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γερός | η | γερή | το | γερό |
γενική | του | γερού | της | γερής | του | γερού |
αιτιατική | τον | γερό | τη | γερή | το | γερό |
κλητική | γερέ | γερή | γερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γεροί | οι | γερές | τα | γερά |
γενική | των | γερών | των | γερών | των | γερών |
αιτιατική | τους | γερούς | τις | γερές | τα | γερά |
κλητική | γεροί | γερές | γερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γερός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γερός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝeˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐ρός
- τονικό παρώνυμο: γέρος
Επίθετο
επεξεργασίαγερός, -ή, -ό
- δυνατός, που έχει σωματική δύναμη
- ⮡ Χρειάστηκαν τρεις γεροί άντρες για να μετακινήσουν το πιάνο.
- υγιής
- ⮡ Σου εύχομαι να 'σαι γερός και δυνατός μέχρι τα βαθιά γεράματα.
- ικανός σε κάποιον τομέα
- ⮡ Ο γιος της είναι πολύ γερός στα μαθηματικά.
- ισχυρός, που καταφέρεται με δύναμη (και μεταφορικά)
- ⮡ έφαγε μια γερή σφαλιάρα
- ⮡ πέρασε μια γερή γρίπη, αλλά τώρα είναι καλά
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | γερός | ἡ | γερᾱ́ | τὸ | γερόν |
γενική | τοῦ | γεροῦ | τῆς | γερᾶς | τοῦ | γεροῦ |
δοτική | τῷ | γερῷ | τῇ | γερᾷ | τῷ | γερῷ |
αιτιατική | τὸν | γερόν | τὴν | γερᾱ́ν | τὸ | γερόν |
κλητική ὦ! | γερέ | γερᾱ́ | γερόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | γεροί | αἱ | γεραί | τὰ | γερᾰ́ |
γενική | τῶν | γερῶν | τῶν | γερῶν | τῶν | γερῶν |
δοτική | τοῖς | γεροῖς | ταῖς | γεραῖς | τοῖς | γεροῖς |
αιτιατική | τοὺς | γερούς | τὰς | γερᾱ́ς | τὰ | γερᾰ́ |
κλητική ὦ! | γεροί | γεραί | γερᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γερώ | τὼ | γερᾱ́ | τὼ | γερώ |
γεν-δοτ | τοῖν | γεροῖν | τοῖν | γεραῖν | τοῖν | γεροῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γερός < αμάρτυρος τύπος *ὑγηρός με αποβολή του άτονου αρχικου φωνήεντος και τροπη [ir] > [er] < αρχαία ελληνική ὑγιηρός με απλοποίηση των δύο φωνηέντων ⟨ιη⟩ [1] < ὑγι(ής) + -ηρός > -ερός [2]
Επίθετο
επεξεργασίαγερός, -ά, -όν
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ὑγι-ηρός, στο λήμμα «ὑγιής» - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- γερός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.