Δείτε επίσης: fermé

Ετυμολογία

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ferme fermes

ferme (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ferme fermes

ferme (fr) θηλυκό