fermé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fermé | fermés |
θηλυκό | fermée | fermées |
fermé (fr)
Δείτε επίσης : ferme |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fermé | fermés |
θηλυκό | fermée | fermées |
fermé (fr)