Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουμπωμένος η κουμπωμένη το κουμπωμένο
      γενική του κουμπωμένου της κουμπωμένης του κουμπωμένου
    αιτιατική τον κουμπωμένο την κουμπωμένη το κουμπωμένο
     κλητική κουμπωμένε κουμπωμένη κουμπωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουμπωμένοι οι κουμπωμένες τα κουμπωμένα
      γενική των κουμπωμένων των κουμπωμένων των κουμπωμένων
    αιτιατική τους κουμπωμένους τις κουμπωμένες τα κουμπωμένα
     κλητική κουμπωμένοι κουμπωμένες κουμπωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουμπωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κουμπώνω

  Μετοχή επεξεργασία

κουμπωμένος, -η, -ο

  1. που έχει κουμπωθεί
  2. (μεταφορικά) επιφυλακτικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία