Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλειστός η κλειστή το κλειστό
      γενική του κλειστού της κλειστής του κλειστού
    αιτιατική τον κλειστό την κλειστή το κλειστό
     κλητική κλειστέ κλειστή κλειστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλειστοί οι κλειστές τα κλειστά
      γενική των κλειστών των κλειστών των κλειστών
    αιτιατική τους κλειστούς τις κλειστές τα κλειστά
     κλητική κλειστοί κλειστές κλειστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλειστός < αρχαία ελληνική κλειστός < κλείω ή κλήω

  Επίθετο επεξεργασία

κλειστός

  1. για άνοιγμα ή πέρασμα που κλείστηκε, φράχτηκε ή μπλόκαρε και δεν επιτρέπει σε κάποιον ή κάτι να περάσει
    έχουμε κλειστά τα παράθυρα το βράδυ για να μην μπούνε μέσα τα κουνούπια
    δεν κοιμάμαι με τις κουρτίνες κλειστές, μου αρέσει το πρωινό φως
    κλειστά τα βόρεια σύνορα από τις κινητοποιήσεις των φορτηγατζήδων
  2. για κάτι στο οποίο η πρόσβαση ή η συμμετοχή είναι περιορισμένη
    κλειστά επαγγέλματα
  3. για γραφείο, κατάστημα, υπηρεσία κλπ. που δεν λειτουργεί για μικρό συνήθως χρονικό διάστημα
    όταν πέρασα από το μαγαζί, ήταν κλειστό λόγω διακοπών
  4. μη κοινωνικός
  5. που δεν εκδηλώνει εύκολα σε άλλους τις σκέψεις του ή τα συναισθήματά του
    είναι πολύ κλειστός τύπος αλλά παρόλο αυτό καλό παιδί
  6. που τον κρατά μυστικό κάποιος, που δεν τον φανερώνει σε άλλους
    κλειστά τα χαρτιά της κυβέρνησης όσον αφορά τις πρόσφατες διαπραγματεύσεις
  7. (γλωσσολογία) (για ήχο) που προκαλείται από απότομο κλείσιμο και άνοιγμα του ρεύματος αέρα μέσα στο στόμα
    τα σύμφωνα π, κ, τ είναι κλειστά

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία